Nær στα ελληνικά

Μετάφραση: nær, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπνιχτικός, πνιγηρός, κοντά, κολλητός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Nær στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • når στα ελληνικά - πότε, κάποτε, εφάπαξ, όταν, κατά, κατά την
  • nåværende στα ελληνικά - δώρο, παρουσιάζω, παρών, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, ...
  • nærhet στα ελληνικά - εγγύτητα, εγγύτητας, κοντά, απόσταση, γειτνίαση
  • næring στα ελληνικά - τροφή, θρέψη, φαγητό, διατροφή, διατροφής, διατροφή των
Τυχαίες λέξεις
Nær στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπνιχτικός, πνιγηρός, κοντά, κολλητός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής