Λέξη: θείος

Σχετικές λέξεις: θείος

θείος φάνης, θείος βάνιας, θείος έρως, θείος στέλιος καρδίτσα, θείος βάνιας υπόθεση, θείος ονειροκρίτης, θείος σαμ περιοχη, θείος νώντας, θείος σαμ, θείος βάνιας τσέχωφ

Συνώνυμα: θείος

θεϊκός, υψηλός, ύψιστος, πανέμορφος, μεγαλείος, υπερκόσμιος, ουράνιος

Μεταφράσεις: θείος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uncle, divine
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tío, el tío, tio, tío de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
oheim, onkel, Onkel, Onkels, Oheim, uncle
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
oncle, l'oncle, mon oncle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zio, lo zio, dello zio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tio, desabrochar, Uncle, O tio, do tio
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oom, oom van, ome, de oom
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дядюшка, дядька, дядя, дяди, дядей, дядю
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
onkel, onkelen, Uncle, onkels, av Uncle
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
morbror, farbror, Uncle, för Uncle, Onkel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eno, setä, setänsä, sedän, uncle
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
onkel, onkels
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strýček, strýc, strýce, strýcem, strýčku
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wuj, wujek, stryj, stryjek, wuja, wujka
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nagybácsi, nagybátyja, bácsi, nagybátyám, nagybátyjának
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaka, dayı, amca, amcası, amcam, uncle, amcan
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дядько, дядя, дядьку, дядька
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dajë, xhaxha, ungji, xhaxhai, xhaxhai i, ungji i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
додя, чичо, вуйчо, на чичо, чичото, чичото на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзядзька, Дзядзя, Дядя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
onu, lell, uncle
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tetak, ujak, stric, strica, je ujak, je stric
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frændi, föðurbróðir, Uncle, frænda, föðurbróður
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
patruus, avunculus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dėdė, dėdės, dėde, uncle
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tēvocis, onkulis, tēvoci, tēvoča
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чичко, вујко, тетин, чичкото, стрико
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
unchi, unchiul, unchiului, unchiu
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stric, strica, stric je, je stric
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strýko, ujec, strýc, ujo

Στατιστικά δημοτικότητας: θείος

Τυχαίες λέξεις