Provosere στα ελληνικά

Μετάφραση: provosere, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκαλώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί
Provosere στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • provisjon στα ελληνικά - παραγγελία, ποσοστό, εξουσιοδότηση, παραγγέλλω, προμήθεια, επιτροπή, Επιτροπής, ...
  • provisorisk στα ελληνικά - πρόχειρος, πρόχειρα, αυτοσχέδιο, αυτοσχέδια, πρόχειρη
  • prute στα ελληνικά - παζαρεύω, παζαρεύουν, μικρολογία, παζαρεύει, παζαρεύσει
  • pryl στα ελληνικά - απόκρυψη, Η απόκρυψη, κρύψιμο, Κρύβοντας, Hiding
Τυχαίες λέξεις
Provosere στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκαλώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί