Rømning στα ελληνικά
Μετάφραση: rømning, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεφεύγω, δραπετεύω, πτήση, φυγή, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
Μεταφράσεις
- røkelse στα ελληνικά - λιβάνι, θυμίαμα, θυμιάματος, λιβανιού, το θυμίαμα
- rømme στα ελληνικά - απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, Escape, ξεφύγουν
- røpe στα ελληνικά - προδίδω, αποκαλύπτω, διαφαίνομαι, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψετε, ...
- rør στα ελληνικά - σωλήνας, σωλήνωση, πίπα, αυλός, σωλήνες, σωλήνων, σωληνώσεις, ...
Τυχαίες λέξεις
Rømning στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεφεύγω, δραπετεύω, πτήση, φυγή, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
Μεταφράσεις: ξεφεύγω, δραπετεύω, πτήση, φυγή, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης