Λέξη: προπόνηση

Σχετικές λέξεις: προπόνηση

προπόνηση ζωής, προπόνηση ημιμαραθωνίου, προπόνηση με βάρη, προπόνηση κολύμβησης, προπόνηση πυραμίδας, προπόνηση για αύξηση της μυϊκής δύναμης, προπόνηση μαραθωνίου, προπόνηση μπάσκετ, προπόνηση για 10 χλμ, προπόνηση ποδοσφαίρου, διαλειμματική προπόνηση

Συνώνυμα: προπόνηση

εκπαίδευση, γύμναση, εξάσκηση

Μεταφράσεις: προπόνηση

προπόνηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
training, workout, coaching, training session, workouts

προπόνηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adiestramiento, instrucción, preparación, enseñanza, entrenamiento, formación, capacitación, la formación, la capacitación

προπόνηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schulung, ausbildung, Ausbildung, Training, Schulung, Trainings, Ausbildungs

προπόνηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recyclage, enseignement, entraînement, exercice, dressage, stage, apprentissage, instruction, formation, la formation, une formation, de formation

προπόνηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allenamento, educazione, addestramento, formazione, istruzione, di formazione, la formazione

προπόνηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
treinamento, treino, formação, de formação, de treinamento

προπόνηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opleiding, trainen, training, opleidingen, de opleiding

προπόνηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выездить, практикум, наводка, занятие, подготовленность, подготовка, обучение, стажировка, учение, учеба, закалка, кроссовки, учёба, выучка, воспитание, дрессировка, обучения, подготовки, тренировка

προπόνηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
opplæring, trening, trenings, opplæringen

προπόνηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
övning, träning, utbildning, utbildningen, utbildnings

προπόνηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harjoitus, koulutus, treenaus, harjaantuneisuus, koulutusta, koulutuksen, koulutukseen, harjoittelu

προπόνηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uddannelse, træning, erhvervsuddannelse, uddannelsen, undervisning

προπόνηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
školení, drezúra, nácvik, instruktáž, výchova, výcvik, trénink, vzdělávání, odborná příprava

προπόνηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trening, tresura, wytrenowanie, tresowanie, kształcenie, wyszkolenie, instruktaż, praktyka, przeszkolenie, staż, ćwiczenie, szkolenie, trenowanie, treningowy

προπόνηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felfuttatás, idomítás, begyakoroltatás, edzés, képzés, képzési, képzést, képzésben

προπόνηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eğitim, eğitimi, Training, antrenmanı, öğretim

προπόνηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зайняття, учбовий, підготовка, навчання

προπόνηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stërvitje, formim, trajnimi, trajnim, e trajnimit

προπόνηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обучение, тренировка, обучението, за обучение, подготовка

προπόνηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
навучанне, навучаньне

προπόνηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
treenimine, dresseerimine, koolitus, koolituse, koolitust, väljaõppe, treening

προπόνηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vježbanje, usavršavanja, obučavanje, obuka, trening, obuke, obuku, treninga

προπόνηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þjálfun, þjálfunar

προπόνηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
treniravimas, mokymas, mokymo, mokymą, mokymai, treniruotė

προπόνηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
treniņš, sagatavošana, apmācība, apmācību, apmācības

προπόνηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обука, за обука, обуки, обуката, тренинг

προπόνηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
antrenament, pregătire, formare, de formare, instruire

προπόνηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
usposabljanje, trening, izobraževanje, usposabljanja, usposabljanju

προπόνηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kurz, cvičení, výcvik, školení, výcviku, prípravu, odbornú prípravu, školenie

Στατιστικά δημοτικότητας: προπόνηση

Τυχαίες λέξεις