Ror στα ελληνικά

Μετάφραση: ror, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοιάκι, τιμόνι, πηδάλιο, Rudder, Μηχανισμοί με αυτοδιευθυνόμενη, Το πηδάλιο, Πηδάλιον
Ror στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rop στα ελληνικά - τηλεφωνώ, κλήση, κραυγή, φωνάζουν, φωνάζει, φωνάξει, πρόσταγμα
  • rope στα ελληνικά - κραυγή, φωνάζουν, φωνάζει, φωνάξει, πρόσταγμα
  • ros στα ελληνικά - έπαινος, εκθειάζω, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
  • rosa στα ελληνικά - ροζ, ρόδινο, ροζ χρώμα, ρόζ
Τυχαίες λέξεις
Ror στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοιάκι, τιμόνι, πηδάλιο, Rudder, Μηχανισμοί με αυτοδιευθυνόμενη, Το πηδάλιο, Πηδάλιον