Λέξη: κλείσιμο
Σχετικές λέξεις: κλείσιμο
κλείσιμο επιστολής, κλείσιμο σχολείων 2014, κλείσιμο βιβλίων ελεύθερου επαγγελματία, κλείσιμο βιβλίων, κλείσιμο σχολείων για πάσχα 2014, κλείσιμο από ips, κλείσιμο ατομικής επιχείρησης, κλείσιμο επίσημης επιστολής, κλείσιμο ερτ, κλείσιμο φωνής
Συνώνυμα: κλείσιμο
κλείσιμο συζητήσεως, τερματισμός, κλείσιμο εργοστάσιου
Μεταφράσεις: κλείσιμο
κλείσιμο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
closure, closing, shutdown, Close, closure of
κλείσιμο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cierre, de cierre, cierre de, el cierre, clausura
κλείσιμο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ende, schließung, Schließung, Stilllegung, Verschluss, Schließ
κλείσιμο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bout, fermer, obturer, fin, fermeture, relâche, clôture, conclusion, dénouement, la fermeture, de fermeture, la clôture
κλείσιμο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiusura, chiusa, di chiusura, la chiusura, chiusura a, chiusura con
κλείσιμο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encerramento, fecho, fechamento, de fecho, de encerramento
κλείσιμο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sluiting, afsluiting, sluiten, de sluiting, gesloten
κλείσιμο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смыкание, пресечение, закрытие, завершение, приостановка, прекращение, окончания, замыкание, закрытия
κλείσιμο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nedleggelse, nedleggelsen, lukke, lukking, stenging
κλείσιμο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stängning, nedläggning, stängningen, förslutning, nedläggningen
κλείσιμο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tukos, sulkeuma, suppu, tukko, sulku, sulkeminen, sulkemisen, sulkemisesta, sulkemista, sulkemiseen
κλείσιμο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lukning, lukningen, afslutning, afslutningen, lukket
κλείσιμο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uzavřít, závěr, uzavření, uzávěr, skončení, konec, uzávěru, uzavírací, uzavírání
κλείσιμο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zamknięcie, zakończenie, zamknięcia, zamykający, zamykania, zamykanie
κλείσιμο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bezárás, bezárása, lezárását, lezárása, bezárását
κλείσιμο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapatma, kapama, kapak, kapatılması, kapanması
κλείσιμο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
припинення, закриття
κλείσιμο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbyllje, mbyllja, mbylljen, mbylljes, mbyllja e
κλείσιμο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
закриване, затваряне, приключване, закриването, затварянето
κλείσιμο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
закрыццё, закрыцьцё, зачыненне
κλείσιμο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kättejõudmine, sulund, sulgemine, sulgemise, sulgemist, lõpetamise, lõpetamine
κλείσιμο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zatvaranje, zaključenje, zatvarač, zatvaranja, za zatvaranje, zatvaranjem
κλείσιμο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lokun, lokað, ingar, lokunar, er lokað
κλείσιμο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uždarymas, uždarymo, uždaryti, užbaigimo, užbaigimas
κλείσιμο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slēgšana, slēgšanu, slēgšanas, noslēguma, noslēgšanas
κλείσιμο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
затворање, затворањето, затворање на, затворањето на, за затворање
κλείσιμο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
închidere, închiderea, de închidere, închiderii, inchidere
κλείσιμο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaprtje, zapiranje, zapiralo, zaprtja, zapiranja
κλείσιμο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uzavretie, uzatvorenie, uzavretí, uzatvorení, uzavretia