Επενέργεια στα αγγλικά
Μετάφραση: επενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
influence, action, effect, action of
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επενέργεια
ενέργεια σημαίνει, ενέργεια συνώνυμο, ενάργεια συνώνυμο, ενέργεια ορισμος, επενέργεια λεξικό γλώσσας αγγλικά, επενέργεια στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- επεκτείνω στα αγγλικά - extend, expand, liberalize
- επεμβαίνω στα αγγλικά - interfere, intrude, meddle in
- επενδύω στα αγγλικά - invest, line, lay out, I invest
- επενεργώ στα αγγλικά - influence, acts, acting, act, interacting, aCTED
Τυχαίες λέξεις
Επενέργεια στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: influence, action, effect, action of
Μεταφράσεις: influence, action, effect, action of