Særlig στα ελληνικά

Μετάφραση: særlig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
Særlig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sår στα ελληνικά - αλγεινός, πληγή, πόνο, επώδυνο, πόνο στο, ευαίσθητο
  • såre στα ελληνικά - πληγώνω, τραυματίζω, πονώ, χτυπώ, πληγή, πόνο, επώδυνο, ...
  • særskilt στα ελληνικά - χωριστός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, χωρίζω, ειδικός, ειδική, ειδικές, ...
  • søk στα ελληνικά - αναζήτηση, κυνήγι, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, την αναζήτησή, Search
Τυχαίες λέξεις
Særlig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα