Λέξη: επαναστατώ

Σχετικές λέξεις: επαναστατώ

επαναστατώ συνώνυμα, σέχτα επαναστατώ

Συνώνυμα: επαναστατώ

στασιάζω, εξεγείρω

Μεταφράσεις: επαναστατώ

επαναστατώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rebel, revolt

επαναστατώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rebelde, rebelarse, rebeldes, los rebeldes, rebelan

επαναστατώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rebell, aufständisch, rebellisch, Rebell, rebellieren, Rebellen, rebel

επαναστατώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soulever, séditieux, révolté, rebelle, mutin, révolter, cabrer, mutiner, s'insurger, rebelles, rebeller, rébellion, se rebeller

επαναστατώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riottoso, ribelle, ribellarsi, ribelli, dei ribelli, ribellano

επαναστατώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rebelde, rebelar, rebel, se rebelar, rebelam

επαναστατώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rebel, oproerig, muiter, opstandig, oproerling, rebellen, rebelleren, opstand, opstandige

επαναστατώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бунтарский, восстать, восставать, бунтовать, повстанец, конфедерат, бунт, бунтовщик, мятежный, повстанческий, мятежник, бунтарь, бунтарем

επαναστατώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
opprører, opprør, opprørs, gjøre opprør, rebel

επαναστατώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rebell, rebel, rebelliska, rebellen

επαναστατώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kapinoida, kapinallinen, kapinallisten, rebel, kapinallisryhmien

επαναστατώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rebel, oprør, gøre oprør, oprører, oprørske

επαναστατώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
buřič, odbojný, povstalec, zbojník, vzbouřit, vzbouřenec, povstalecký, rebel, rebelů, rebela, rebelem, se bouří

επαναστατώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rebeliant, buntownik, buntować, buntować się, rebeliantów, rebel

επαναστατώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lázadó, lázadók, a lázadó, felkelő, felkelők

επαναστατώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asi, isyancı, isyan, rebel, isyancıların

επαναστατώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знижки, бунтівник, заколотник, бунтар, повстанець

επαναστατώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rebel, kryengritës, ngrini krye, rebeloheni, rebelohen, rebel i

επαναστατώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въстаник, метежник, бунтар, бунтовник, бунтовнически, бунтуват, бунтовническа

επαναστατώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяцежнік, змагар, бунтаўшчык, змагар за

επαναστατώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mässaja, mässuline, mässuliste, mässulised, mässulisi

επαναστατώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ustanik, buntovnički, pobunjenik, buntovnik, pobunjenička, se pobuniti, se buniti

επαναστατώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppreisnarmanna, uppreisn, rísa, Rebel, uppreisnarmaður

επαναστατώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sukilėlių, maištininkas, maištauti, sukilėlis, sukilti

επαναστατώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dumpinieks, sacelties, rebel, musinošs, dumpoties

επαναστατώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бунтовник, бунтовничките, бунтовнички, бунтовничка, бунтовничката

επαναστατώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rebel, rebele, rebelilor, se revolte, revolta

επαναστατώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rebel, upornik, upornikov, uporniške, uporniškega

επαναστατώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rebel, povstalec
Τυχαίες λέξεις