Selv στα ελληνικά

Μετάφραση: selv, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόμα, ίσος, ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα και
Selv στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • selskap στα ελληνικά - παρέα, ομήγυρη, συμβαλλόμενος, εταιρία, κοινωνία, θίασος, κόμμα, ...
  • selskapelig στα ελληνικά - κοινωνικός, αγελαίος, gregarious, αγελαίο, αγελαία, κοινωνικοί
  • selvforsvar στα ελληνικά - αυτοάμυνα, αυτοάμυνας, την αυτοάμυνα, νόμιμης άμυνας
  • selvmord στα ελληνικά - αυτοκτονία, αυτοκτονίας, αυτοκτονιών, την αυτοκτονία, αυτοκτονίες
Τυχαίες λέξεις
Selv στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόμα, ίσος, ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα και