Skikkelse στα ελληνικά

Μετάφραση: skikkelse, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μορφώνω, αριθμός, πρόσωπο, διαμορφώνω, σχηματίζω, μορφή, δελτίο, σχήμα, εικόνα, φιγούρα, Σχήμα, Το Σχήμα
Skikkelse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • skifte στα ελληνικά - τροποποίηση, μετατροπή, μεταβολή, εναλλάσσω, παραλλαγή, μετακινώ, παραλλάζω, ...
  • skikk στα ελληνικά - χρησιμοποιώ, χρήση, έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
  • skill στα ελληνικά - χωρισμός, χωρίστρα, αποκόλληση, αποχωρισμού, χωρισμό, χωρισμού
  • skille στα ελληνικά - ιδιαίτερος, χωριστός, αποκόβω, κόβω, χωρίζω, ξεχωριστός, διάκριση, ...
Τυχαίες λέξεις
Skikkelse στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μορφώνω, αριθμός, πρόσωπο, διαμορφώνω, σχηματίζω, μορφή, δελτίο, σχήμα, εικόνα, φιγούρα, Σχήμα, Το Σχήμα