Λέξη: κτηνιατρικός

Σχετικές λέξεις: κτηνιατρικός

κτηνιατρικός σύλλογος κύπρου, κτηνιατρικός εξοπλισμός, κτηνιατρικός δεσμός, κτηνιατρικός κύκλος, κτηνιατρικός σύλλογος τρικάλων, κτηνιατρικός κύκλος γέρακας, κτηνιατρικός υπέρηχος, κτηνιατρικός σύλλογος

Μεταφράσεις: κτηνιατρικός

κτηνιατρικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
veterinary, Animal, Animal health, a veterinary

κτηνιατρικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
veterinario, veterinaria, veterinarios, veterinarias

κτηνιατρικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tierarzt, tierärztlich, Tier, Veterinär, tierärztliche, tierärztlichen

κτηνιατρικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vétérinaire, vétérinaires, sanitaire

κτηνιατρικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
veterinario, veterinaria, veterinari, veterinarie

κτηνιατρικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
veterinário, veterinária, veterinários, veterinárias, sanitária

κτηνιατρικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veterinaire, veterinair, diergeneeskundige, dierenarts, diergeneeskundig

κτηνιατρικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ветеринарный, ветеринарная, ветеринарной, ветеринарные, ветеринарии

κτηνιατρικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veterinær, Veterinary, veterinære, gir veterinær

κτηνιατρικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
veterinär, veterinära, veterinärmedicinska, veterinär-

κτηνιατρικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eläinlääketieteen, eläinlääkintäalan, eläinlääkärin, eläinlääkintä-, eläinlääkinnällisten

κτηνιατρικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
veterinær, veterinære, veterinærmedicinske, veterinærområdet, veterinær-

κτηνιατρικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
veterinární, veterinář, veterinárních, veterinárního, veterinářská

κτηνιατρικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
weterynaryjny, weterynaryjne, weterynaryjnego, weterynaryjnych, weterynaryjna

κτηνιατρικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állatorvosi, állatgyógyászati, állat, egészségügyi

κτηνιατρικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
veteriner, veterinerlik, hayvan, Veterinary

κτηνιατρικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ветеринари, ветеринарний

κτηνιατρικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veterinar, veterinare, Veterinarisë, veterinari, i Veterinarisë

κτηνιατρικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ветеринар, ветеринарен, ветеринарна, ветеринарната, ветеринарни, ветеринарното

κτηνιατρικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ветэрынарны

κτηνιατρικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
loomaarst, veterinaarne, veterinaaria, veterinaar-, veterinaarkontrolli, veterinaarravimite, veterinaarias

κτηνιατρικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
veterinarsku, veterinar, veterinarski, veterinarska, veterinarske, veterinarsko

κτηνιατρικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dýralækningar, dýralæknir, dýralækninga, dýraheilbrigði, dýralækni

κτηνιατρικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veterinaras, veterinarijos, veterinarinio, veterinarinė, veterinarinis, veterinarinių

κτηνιατρικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veterinārārsts, veterinārā, veterinārās, veterinārajām, veterinārijas

κτηνιατρικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ветеринарни, ветеринарна, ветеринарните, ветеринарната, ветеринарно

κτηνιατρικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
veterinar, veterinară, veterinare, veterinara

κτηνιατρικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veterinarska, veterinarski, veterinarsko, veterinarskih, veterinarske

κτηνιατρικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veterinár, stomatológ, pediater, veterinárny lekár, veterinárny chirurg
Τυχαίες λέξεις