Skråning στα ελληνικά
Μετάφραση: skråning, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρασμός, καταγωγή, μεριά, πλευρά, ξεπεσμός, πτώση, κατηφορίζω, κλίνω, γέρνω, πλαγιά, εκπίπτω, βαθμολογώ, πέφτω, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- skrå στα ελληνικά - λοξός, πλάγιος, λοξή, λοξό, λοξές
- skråne στα ελληνικά - γέρνω, κατηφορίζω, πλαγιά, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
- skrøpelig στα ελληνικά - μαλθακός, εύθραυστος, λεπτός, αδύναμος, φίνος, ευπαθής, αδύναμα, ...
- skubb στα ελληνικά - ώθηση, σπρώχνω, χωμένος, μπήγω, ωθώ, shove
Τυχαίες λέξεις
Skråning στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρασμός, καταγωγή, μεριά, πλευρά, ξεπεσμός, πτώση, κατηφορίζω, κλίνω, γέρνω, πλαγιά, εκπίπτω, βαθμολογώ, πέφτω, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
Μεταφράσεις: μαρασμός, καταγωγή, μεριά, πλευρά, ξεπεσμός, πτώση, κατηφορίζω, κλίνω, γέρνω, πλαγιά, εκπίπτω, βαθμολογώ, πέφτω, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς