Λέξη: κύμα

Σχετικές λέξεις: κύμα

κύμα αλλαγών σε φπα αντικειμενικές αξίες και συντάξεις, κύμα το κύμα στίχοι, κύμα ενωμένων πολιτών, κύμα fm, κύμα ονειροκρίτης, κύμα ή κύμα, κύμα φμ, κύμα οργής, κύμα στο φως, κύμα δηλητηριάσεων από αμπούλες για ηλεκτρονικά τσιγάρα, το κύμα, όνειρο στο κύμα

Συνώνυμα: κύμα

ρεύμα, φούσκωμα, αριστοκράτης, οίδημα, φίνος

Μεταφράσεις: κύμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
surge, wave, wave of, waves, sea
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agitar, ondear, afluencia, oleada, tremolar, hervir, ondulación, onda, ola, de onda, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
andrang, wogen, woge, welle, winken, wellen, wellenbewegung, überspannung, stromstoß, branden, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lame, flux, surf, onde, déferlement, ruée, afflux, ondulation, flotter, onduler, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ondulazione, affollamento, frangente, onda, svolazzare, dimenare, ondata, flutto, onde, dell'onda, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acenar, vaga, onda, impermeabilizar, ondas, onda de, de onda
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandrang, gebaren, wuiven, toevloed, baar, zwaaien, gulp, bloedaandrang, golf, golven, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
напор, завивать, махать, реять, махнуть, набегать, прилив, отхлынуть, наплыв, развевать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bølge, vaie, wave, bølgen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bölja, våg, vink, vågen, vågor, wave
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heiluttaa, kiertää, tyrsky, huiskuttaa, kuohahdus, laine, hyökyaalto, syöksy, aalto, hyökyä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bølge, svinge, vinke, wave, bølgen, runde, bølger
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nápor, příval, vlna, mávání, nával, vlnění, vlát, kývat, ondulace, příboj, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomachać, rzut, zakotłować, falować, napływać, kiwać, wionąć, ondulacja, ondulować, udar, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajhullámosítás, lendítés, hullámosítás, hullám, hajsütés, ondolálás, lendülés, hullámminta, hulláma, hullámot, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dalga, dalgası, dalga fırın, wave, dalgalı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
морено, брижа, морі, волайте, море, брижі, хвиля, волна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
valëvitet, dallgë, valë, vala, vala e, valë e, valën
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вълна, волна, вълната, вълни, на вълната, вълните
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хваля, хваляй, волна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
purse, põimtara, kitupunn, pingeimpulss, kalkuni, laine, lainete, laine-
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
valni, lepršati, oscilacija, uzburkanost, signal, val, vala, pećnica, valova, wave
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrönn, bára, bylgja, alda, veifa, bylgju, öldu
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fluctus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
banga, bangų, bangos, wave, bangą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vilnis, viļņu, viļņa, vilni, zoba
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бран, бранот, бранови
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
val, undă, val de, valurilor, unda
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
val, wave, vala, valov, valovi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlna, nápor, mávať, vlnu, vlny

Στατιστικά δημοτικότητας: κύμα

Τυχαίες λέξεις