Støt στα ελληνικά

Μετάφραση: støt, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ώθηση, χαϊδεύω, χτύπημα, χωμένος, σπρώχνω, σπρώξιμο, φυσώ, μπήγω, εγκεφαλικό, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Støt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • størkne στα ελληνικά - πήζω, πηγνύομαι, πηγνύω, παγώνω, συσωματώνονται
  • størrelse στα ελληνικά - μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους
  • støtfanger στα ελληνικά - ασπίδα, προφυλακτήρας, προφυλακτήρα, του προφυλακτήρα, προφυλακτήρων
  • støtt στα ελληνικά - ποτέ, πάντοτε, πάντα, συναντώνται, συναντούν, αντιμετώπισε, που αντιμετωπίζουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Støt στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ώθηση, χαϊδεύω, χτύπημα, χωμένος, σπρώχνω, σπρώξιμο, φυσώ, μπήγω, εγκεφαλικό, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock