Λέξη: τρωκτικό

Σχετικές λέξεις: τρωκτικό

τρωκτικό ειδήσεις, τρωκτικό blog μενεγακη, τρωκτικό ζώο, τρωκτικό .γρ, τρωκτικό δημοσκοπήσεις, τρωκτικό φίμωτρο, τρωκτικό blog, τρωκτικό blogspot, τρωκτικό της ηλείας, τροκτικο 2

Συνώνυμα: τρωκτικό

τρωκτικό ζώο

Μεταφράσεις: τρωκτικό

τρωκτικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rodent, a rodent, rodent species, rodents

τρωκτικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
roedor, roedores, de roedores, los roedores, de roedor

τρωκτικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nagetier, Nagetier, Nager

τρωκτικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rongeur, rongeurs, les rongeurs, des rongeurs, de rongeurs

τρωκτικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
roditore, roditori, Rodent, dei roditori, di roditori

τρωκτικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
roedor, haste, roedores, de roedores, de roedor, do roedor

τρωκτικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
knaagdier, knaagdieren, van knaagdieren

τρωκτικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грызун, грызунов, грызуна, грызунами, с грызунами

τρωκτικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gnager, gnagere, rodent

τρωκτικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gnagare, rodent, från gnagare, rodenten, gnagaren

τρωκτικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jyrsijä, jyrsijän, rodent, jyrsijöiden, jyrsijöillä

τρωκτικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gnaver, gnavere, gnaveren, mod gnavere

τρωκτικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hlodavec, hlodavý, hlodavců, hlodavce, hlodavci, rodent

τρωκτικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gryzoń, gryzoni, gryzonie, gryzonia, rodent

τρωκτικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rágcsáló, rágcsálók, rágcsálókban, rágcsálóirtás, rágcsálókon

τρωκτικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kemirgen, rodent, kemirici, bir kemirgen

τρωκτικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
їхав, гризун, білка

τρωκτικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
brejtësit, brejtës, rodent, brejtësve, e brejtësve

τρωκτικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гризачи, гризач, на гризачи, от гризачи, за гризачи

τρωκτικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грызун, грызуноў, грызуны

τρωκτικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
näriline, näriliste, närilise, närilistega, närilised

τρωκτικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glodar, glodavac, glodavaca, glodavca, glodavce, za glodavce

τρωκτικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nagdýr, nagdýra, nagdýrum, hjá nagdýrum

τρωκτικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
graužikas, graužikų, graužikais, graužikai, lyties graužikais

τρωκτικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grauzējs, grauzēju, grauzēji, grauzējiem, ar grauzējiem

τρωκτικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
глодари, глодар, глодарите, глодач, глушец

τρωκτικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rozător, rozătoare, rozătoarelor, rozatoare, de rozătoare

τρωκτικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
glodalec, glodalcev, glodalce, rodent, glodavec

τρωκτικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlodavec, potkan, hlodavce, ako hlodavec, hlodavcom

Στατιστικά δημοτικότητας: τρωκτικό

Τυχαίες λέξεις