Stiftelse στα ελληνικά
Μετάφραση: stiftelse, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεμέλιο, ίδρυμα, βάθρο, ίδρυση, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος
Μεταφράσεις
- stift στα ελληνικά - γόμφος, καρφίτσα, παστέλ, κραγιόν, κραγιόνι, κραγιονιού, του κραγιονιού
- stifte στα ελληνικά - επιβάλλω, καθιερώνω, βρήκα, ιδρύω, θεσπίζω, διαπιστώνω, Δέσιμο, ...
- stige στα ελληνικά - σκάλα, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
- stigning στα ελληνικά - αύξηση, αυξάνομαι, ανατέλλω, ορθώνομαι, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Stiftelse στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεμέλιο, ίδρυμα, βάθρο, ίδρυση, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος
Μεταφράσεις: θεμέλιο, ίδρυμα, βάθρο, ίδρυση, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος