Sykepleier στα ελληνικά

Μετάφραση: sykepleier, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Sykepleier στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sykdom στα ελληνικά - νόσος, ασθένεια, αρρώστια, νόσου, νόσο, της νόσου
  • sykehus στα ελληνικά - νοσοκομείο, νοσοκομείου, νοσοκομειακή, του νοσοκομείου, νοσοκομειακής
  • sykkel στα ελληνικά - τροχός, ποδήλατο, ρόδα, ποδηλάτων, ποδηλάτου, Ενοικίαση ποδηλάτων, το ποδήλατο
  • sylinder στα ελληνικά - κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, κυλίνδρων, του κυλίνδρου
Τυχαίες λέξεις
Sykepleier στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα