Βάγια στα νορβηγικά
Μετάφραση: βάγια, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amme, sykepleier, palm, palme, flaten, håndflaten, hånd
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βάγια
βάγια ζεππάτου, βάγια ταύρος, βάγια καραφεϊζη, βάγια βλάχου, βάγια νικλήτσα, βάγια λεξικό γλώσσας νορβηγικά, βάγια στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- αύρα στα νορβηγικά - bris, vind, kuling, lek, brisen
- αύριο στα νορβηγικά - i morgen, morgen, morgendagens, overmorgen
- βάζω στα νορβηγικά - gjelde, innsette, butikk, forretning, helle, søke, forråd, ...
- βάθος στα νορβηγικά - dyp, dybde, dybden
Τυχαίες λέξεις
Βάγια στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: amme, sykepleier, palm, palme, flaten, håndflaten, hånd
Μεταφράσεις: amme, sykepleier, palm, palme, flaten, håndflaten, hånd