Λέξη: χόρτο
Σχετικές λέξεις: χόρτο
χόρτο hotels, χόρτο διαμονή, χόρτο ναρκωτικό βικιπαιδεια, χόρτο μαγικό, χόρτο πηλίου χάρτησ, χόρτο μαγικό στίχοι, χόρτο πήλιο, χόρτο συσκευασίας, χόρτο ναρκωτικό, χόρτο για γάτες
Συνώνυμα: χόρτο
βότανο, βοτάνι, γρασίδι, χορτάρι, χλόη, γκαζόν
Μεταφράσεις: χόρτο
χόρτο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grass, the grass, hay
χόρτο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hierba, césped, pasto, la hierba, de hierba
χόρτο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
herbe, rasen, kiffen, ried, marihuana, gras, Gras, Rasen, grass
χόρτο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pelouse, stipe, gazon, herbe, marihuana, l'herbe, herbes, grass
χόρτο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prato, erba, grass, di erba, l'erba
χόρτο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agarrar, grama, aferrar, erva, ervas, tomar, aperto, capim, relva, grass
χόρτο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grassen, grasveld, gras, grass, het gras
χόρτο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лужайка, дерн, трава, луг, мурава, травостой, газон, травы, траве, траву, травой
χόρτο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gress, gresset
χόρτο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gräs, gräset
χόρτο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
marijuana, rehu, ruohikko, heinäkasvi, kannella, heinä, ruoho, ruohot, nurmi, ruohonvihreä, ruohoa, ruohon, grass
χόρτο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
græs, græsset, græsgrøn, grass, grønt
χόρτο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drn, tráva, trávník, trávě, trávy, trávu, travní
χόρτο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kapuś, trawka, trawa, murawa, trawy, grass, trawie
χόρτο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fű, füvön, füvet, füves, fűben
χόρτο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ot, çayır, çimen, çim, grass, otu
χόρτο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дерен, трава, пастись, підстрелити, трав'яний
χόρτο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bar, bari, barit, me bar, barin
χόρτο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трева, тревата, треви
χόρτο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трава
χόρτο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rohi, muru, murulennuväli, marihuaana, rohu, rohtu, heintaimede
χόρτο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trava, trave, travu, travnjak, travnata
χόρτο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gras, grasið, grasi
χόρτο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
gramen
χόρτο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žolė, žolės, žolę, žolių, grass
χόρτο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zāle, zāles, zāli, grass, ganības
χόρτο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трева, тревата, тревните, тревата и
χόρτο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iarbă, iarba, gazon, de iarbă, ierbii
χόρτο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trávník, tráva, trava, travo, grass, trave, travna
χόρτο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tráva