Usedvanlig στα ελληνικά
Μετάφραση: usedvanlig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυνήθιστος, εξαιρετικά, εκτάκτως, ασυνήθιστα, έκτακτα
![Usedvanlig στα ελληνικά Usedvanlig στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-no-gr-6046.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- usannhet στα ελληνικά - κείμαι, ψεύδομαι, αναλήθεια, ψέμα, ψεύδος, αναλήθειας, το ψέμα
- usannsynlig στα ελληνικά - απίθανος, απίθανο, πιθανό, απίθανη, μάλλον απίθανο
- uselskapelig στα ελληνικά - ακοινώνητος
- usikker στα ελληνικά - αμφίβολος, επισφαλής, αβέβαιος, ανασφαλής, αβέβαιο, αβέβαιη, αβέβαιες, ...
Τυχαίες λέξεις
Usedvanlig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυνήθιστος, εξαιρετικά, εκτάκτως, ασυνήθιστα, έκτακτα
Μεταφράσεις: ασυνήθιστος, εξαιρετικά, εκτάκτως, ασυνήθιστα, έκτακτα