Usedvanlig στα ελληνικά

Μετάφραση: usedvanlig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυνήθιστος, εξαιρετικά, εκτάκτως, ασυνήθιστα, έκτακτα
Usedvanlig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • usannhet στα ελληνικά - κείμαι, ψεύδομαι, αναλήθεια, ψέμα, ψεύδος, αναλήθειας, το ψέμα
  • usannsynlig στα ελληνικά - απίθανος, απίθανο, πιθανό, απίθανη, μάλλον απίθανο
  • uselskapelig στα ελληνικά - ακοινώνητος
  • usikker στα ελληνικά - αμφίβολος, επισφαλής, αβέβαιος, ανασφαλής, αβέβαιο, αβέβαιη, αβέβαιες, ...
Τυχαίες λέξεις
Usedvanlig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυνήθιστος, εξαιρετικά, εκτάκτως, ασυνήθιστα, έκτακτα