Λέξη: ξύδι
Σχετικές λέξεις: ξύδι
ξύδι βαλσάμικο, ξύδι στα μαλλιά, ξύδι μαλλιά, ξύδι τοπ, ξύδι reloaded, ξύδι θερμίδες, ξύδι για ψείρες, ξύδι μηλίτη, ξύδι ιδιότητες, ξύδι οφέλη
Συνώνυμα: ξύδι
ξίδι, όξος, ξείδι
Μεταφράσεις: ξύδι
ξύδι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vinegar, of vinegar, than by vinegar, by vinegar, vinegars
ξύδι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vinagre, vinagre de, el vinagre, de vinagre, de vinagre de
ξύδι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
essig, Essig
ξύδι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vinaigre, le vinaigre, du vinaigre, de vinaigre, vinaigre de
ξύδι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aceto, aceto di, l'aceto, di aceto, nell'aceto
ξύδι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
videira, vinagre, vinha, vinagre de, de vinagre, o vinagre, do vinagre
ξύδι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
edik, azijn, in azijn, de azijn
ξύδι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уксус, уксуса, уксусом, уксусный
ξύδι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eddik
ξύδι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ättika, vinäger
ξύδι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
etikka, etikan, etikkaa, viinietikka, etikalla
ξύδι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eddike, vineddike
ξύδι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ocet, octa, octem, octový, octová
ξύδι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ocet, octu, octem, vinegar, octowy
ξύδι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ecet, ecetet, ecettel, ecetes, ecetben
ξύδι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sirke, sirkesi, vinegar, sirkeli
ξύδι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виноградар, оцет
ξύδι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
uthull, uthull të, uthulla, uthulles, uthull e
ξύδι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оцет, узус, този с оцет, оцета, на оцет
ξύδι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ввцат, воцат, уксус
ξύδι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äädikas, äädika, äädikat, äädikaga
ξύδι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ocat, octa, octom, octu
ξύδι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
edik, ediki
ξύδι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
acetum
ξύδι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
actas, acto, actu, vinegar, actą
ξύδι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
etiķis, etiķi, etiķa
ξύδι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оцет, оцетот, киселина
ξύδι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ort, oţet, oțet, otet, de oțet, oțet de, otetul
ξύδι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kis, vinegar, kisa, kisom, kisu
ξύδι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ocot
Στατιστικά δημοτικότητας: ξύδι
Τυχαίες λέξεις