Λέξη: φοιτητής

Σχετικές λέξεις: φοιτητής

φοιτητής έμεινε με μισό κρανίο από μπουνιά επειδή αντιμίλησε, φοιτητής στα ψέματα, φοιτητής ιατρικής, φοιτητής erasmus, φοιτητής από την ταϊβάν εντόπισε το μοιραίο boeing, φοιτητήσ και στην κουζίνα pdf, φοιτητής μερικής φοίτησης, φοιτητής αυτοκτόνησε με καραμπίνα στη νάξο, φοιτητής και στην κουζίνα, φοιτητής στην αγγλία

Συνώνυμα: φοιτητής

σπουδαστής

Μεταφράσεις: φοιτητής

φοιτητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
student, a student, students, student is

φοιτητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alumno, estudiante, discípulo, estudiantes, estudiante de, estudiantil

φοιτητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelehrte, schulkind, wissenschaftler, student, schüler, Schüler, Student, Schülerin, Studierende, Studenten

φοιτητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
savant, élève, écolier, disciple, étudiant, élevé, étudiants, élèves, étudiante

φοιτητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allievo, studente, studenti, studente di, degli studenti

φοιτητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estudante, aluno, estudantes, estudante de, alunos

φοιτητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geleerde, student, leerling, wetenschapper, studenten

φοιτητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ученичество, стипендиат, изучающий, отличник, учащийся, студентка, студент, ученик, курсант, слушатель, студентом, студента

φοιτητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
student, elev, studenten, studentens

φοιτητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
student, studenten, studerande, elev, eleven

φοιτητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oppinut, opiskelija, oppilas, opiskelijan, opiskelijoiden, oppilaan

φοιτητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
studerende, student, elev, studerendes

φοιτητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
student, žák, studenta, studentů, studentem, studentka

φοιτητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
student, słuchacz, uczeń, studentów, studentem, studenta

φοιτητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diák, hallgató, hallgatói, tanuló, diákok

φοιτητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öğrenci, bilgin, Student, öğrencisi, öğrencinin, öğrencilerin

φοιτητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стипендіат, учень, вивчаючий, студентка, студент

φοιτητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
student, studenti, nxënës, nxënësi, student i

φοιτητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
студент, ученик, студентите, студентка, студентски

φοιτητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
студэнт

φοιτητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üliõpilane, õpilane, üliõpilaste, õpilase, õpilaste

φοιτητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
đak, učenik, student, studenata, studenta, studentica

φοιτητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nemandi, nemandinn, námsmaður, nemanda, nemendur

φοιτητής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
discipulus

φοιτητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tyrinėtojas, moksleivis, studentas, studentų, studento, student, mokinys

φοιτητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
students, pētnieks, studente, studentu, studentam, studenta

φοιτητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
студент, студентот, студентите, студентски, ученикот

φοιτητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
student, elev, studenților, de student, studentă

φοιτητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
študentka, študent, student, študentski, učenec

φοιτητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
študent, student, študentom

Στατιστικά δημοτικότητας: φοιτητής

Τυχαίες λέξεις