Λέξη: παλαβός

Σχετικές λέξεις: παλαβός

παναγιώτης παλαβός, παλαβός αστείο, παλαβός γιάννης, παλαβός ετυμολογία, παλαβός το αστείο

Συνώνυμα: παλαβός

τρελός, θυμωμένος, τρελλός, παραφρόντας, λυσσών, ανόητος, άμυαλος, αλλοπαρμένος, καρυοειδής, από καρύδια, σαν καρύδη, άστατος, επιπόλαιος, ιδιότροπος, εκκεντρικός, λοξός, παράτολμος

Μεταφράσεις: παλαβός

παλαβός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
zany, daredevil, flighty, crazy, nutty, mad

παλαβός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
temerario, Daredevil, atrevido, temeraria, de Daredevil

παλαβός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verrückt, narr, speichellecker, possenreißer, blöd, hanswurst, blöde, trottel, esel, kriecher, Draufgänger, tollkühnen, daredevil, tollkühne

παλαβός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baladin, arlequin, crétin, idiot, pierrot, bouffon, pitre, poire, dingue, casse-cou, Daredevil, téméraire, de Daredevil, casse cou

παλαβός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
buffone, scemo, temerario, scavezzacollo, Daredevil, audace, spericolato

παλαβός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
temerário, audacioso, Daredevil, o Demolidor, Demolidor

παλαβός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waaghals, Daredevil, durfal, halsbrekende, roekeloze

παλαβός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дзанни, фигляр, сумасброд, шут, скоморох, дурак, смельчак, Сорвиголова, сорвиголовой, смельчаком, смельчака

παλαβός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
våghals, daredevil, vågale, vågal, fandenivoldsk

παλαβός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
våghals, Daredevil, våghalsiga, våghalsig, våghalsen

παλαβός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
narri, narrimainen, pelle, huimapää, huimapäinen, Daredevil, uhkarohkea, Daredevilin

παλαβός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
daredevil, vovehals, halsbrækkende, vovehals af

παλαβός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kašpar, šaškovský, hlupák, šašek, směšný, odvážlivec, Daredevil, opovážlivec, odvážlivec se

παλαβός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomocnik, błazen, półgłówek, śmiałek, Daredevil, śmiałe, śmiałka

παλαβός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bohóckodó, fenegyerek, vakmerő, Daredevil, fenegyerekét, fenegyereket

παλαβός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gözüpek, daredevil, yiğit, gözünü budaktan sakınmaz, cesur kimse

παλαβός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
блазень, сміливець, смільчак

παλαβός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
daredevil

παλαβός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шут, смелчага, Daredevil, безразсъден, Опасно

παλαβός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
смяльчак, сьмяльчак

παλαβός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tobe, pajats, pentsik, uljaspea, hulljulge, Daredevil, Huima otsaga, liigjulgus

παλαβός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otkačen, hazarder, Daredevil, odvažni, hazarderski

παλαβός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ofurhugi, ofurhugi að

παλαβός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drąsuolis, nutrūktgalvis, Daredevil, nutrūktgalviškas, beprotiškai drąsus

παλαβός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārgalvis, pārdrošnieks, Daredevil

παλαβός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Daredevil, авантурист, смелчага

παλαβός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Daredevil, temerar, temerarul, îndrăzneț, spiritul aventurii

παλαβός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Daredevil, Hazarderski, nastopaË, Hazarder, Neustrašni

παλαβός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
komický, bláznivý, bláznovský, odvážlivec, odvahy, dostatok odvahy, odvážlivca
Τυχαίες λέξεις