Aanbrengen στα ελληνικά
Μετάφραση: aanbrengen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, παίρνω, μεταδίδω, φτιάχνω, διαβιβάζω, φέρνω, κατηγορώ, μεταβιβάζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanbranden στα ελληνικά - καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
- aanbreken στα ελληνικά - ξεκινώ, ξεκίνημα, αρχίζω, αρχή, αυγή, την αυγή, αυγής, ...
- aandacht στα ελληνικά - φροντίδα, προσοχή, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη
- aandachtig στα ελληνικά - περιποιητικά, γνωστικός, προσεκτικά, προσεκτικός, προσεχτικά, προσοχή, με προσοχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanbrengen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, παίρνω, μεταδίδω, φτιάχνω, διαβιβάζω, φέρνω, κατηγορώ, μεταβιβάζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Μεταφράσεις: περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, παίρνω, μεταδίδω, φτιάχνω, διαβιβάζω, φέρνω, κατηγορώ, μεταβιβάζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν