Κατηγορώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατηγορώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verklikken, aanbrengen, aangeven, beschuldigen, betichten, klikken, aanklagen, schuld, blaam, verwijten, de schuld, schuld van
Κατηγορώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατηγορώ

κατηγορώ τους δυνατούς, κατηγορώ συνώνυμο, κατηγορώ ετυμολογία, κατηγορώ εμίλ ζολά, κατηγορώ το κκε με μάρτυρα το ίδιο, κατηγορώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατηγορώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατηγορηματικός στα ολλανδικά - zelfbewust, assertief, assertieve, assertiever, assertief te
  • κατηγορούμενος στα ολλανδικά - verweerder, beklaagde, aangeklaagde, beschuldigde, beschuldigd, verdachte, verweten
  • κατηφορίζω στα ολλανδικά - schuinte, glooiing, helling, bergaf, naar beneden gaan
  • κατοικήσιμος στα ολλανδικά - bewoonbaar, bewoonbare, de bewoonbare, woning, Gebouw netto
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verklikken, aanbrengen, aangeven, beschuldigen, betichten, klikken, aanklagen, schuld, blaam, verwijten, de schuld, schuld van