Aandoening στα ελληνικά
Μετάφραση: aandoening, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάθηση, άρρωστος, νόσος, τρυφερότητα, αρρώστια, ασθένεια, συναίσθημα, στοργή, παράπονο, νόσου, νόσο, της νόσου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aandikken στα ελληνικά - δένω, πυκνώνω, εντείνω, αυξάνω, πήζω, πυκνώσει, πήξει, ...
- aandoen στα ελληνικά - σαλεύω, παριστάνω, προκαλώ, βάζω, προξενώ, αλλαγή, κρούση, ...
- aandoenlijk στα ελληνικά - συγκινητικός, συγκινητικώς, συγκινητικά, συγκινητική, μαζί συγκινητικά, μια συγκινητική
- aandraaien στα ελληνικά - διακόπτης, αλλαγή, αλλάζω, σφίξτε, σφίξετε, σφίγγετε, βιδώστε, ...
Τυχαίες λέξεις
Aandoening στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάθηση, άρρωστος, νόσος, τρυφερότητα, αρρώστια, ασθένεια, συναίσθημα, στοργή, παράπονο, νόσου, νόσο, της νόσου
Μεταφράσεις: πάθηση, άρρωστος, νόσος, τρυφερότητα, αρρώστια, ασθένεια, συναίσθημα, στοργή, παράπονο, νόσου, νόσο, της νόσου