Λέξη: άλσος
Σχετικές λέξεις: άλσος
άλσος βεΐκου, άλσος νέας φιλαδέλφειας, άλσος καισαριανής, άλσος περιστερίου, άλσος ιλισίων, άλσος νυμφών, άλσος συγγρού, άλσος κηφισιάς δημήτρης ζωμόπουλος, άλσος νέας σμύρνης, άλσος στρατού, αττικό άλσος
Συνώνυμα: άλσος
ξύλο, ξύλα, δάσος
Μεταφράσεις: άλσος
άλσος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grove, wood, park, thicket, the grove
άλσος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
boscaje, bosquecillo, arboleda, grove, bosque de, arboleda de
άλσος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
obstfläche, obstgarten, gehölz, hain, Hain, grove, Hains, Wäldchen
άλσος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
verger, bosquet, bocage, Grove, plantation
άλσος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
boschetto, Grove, bosco, boschetto di, uliveto
άλσος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grupo, agrupar, bosque, pomar, arvoredo, Grove, bosque de, bosque do
άλσος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bosje, boomgaard, bosschage, grove, bosje van, Het bosje
άλσος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гай, лесок, роща, Grove, рощи, роще, рощу
άλσος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lund, skogholt, lunden, grove
άλσος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lund, dunge, grove, lunden
άλσος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hedelmätarha, lehto, metsikkö, Grove, lehdossa, lehdon, lehtoon
άλσος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lund, Grove, lunden
άλσος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hájek, lesík, háj, Grove, háje, háji, sad
άλσος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zagajnik, gaj, lasek, grove, gaju, oliwnych, sad
άλσος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
liget, Grove, ligetben, ligetet, ligetbe
άλσος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koru, grove, bahçesi, korusu, korusuyla
άλσος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гай, роща, ліс
άλσος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zabel, GROVE, korije, pemishtë
άλσος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рока, горичка, Grove, Гроув, Грове
άλσος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гай, хвойнік
άλσος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
salu, Grove, hiis, metsasallu, salus
άλσος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šumarak, gaj, lug, Grove, u Grove
άλσος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lundi, GROVE
άλσος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
silva
άλσος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
giraitė, Grove, Grovas, giraitę, giraičių
άλσος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
birzs, grove, dārzs, audze, stādījumu
άλσος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шумичката, шумичка, коријата, GROVE, шума
άλσος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
livadă, crâng, dumbravă, grove, livezi
άλσος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grove, gaj, nasad, nasadov, nasada
άλσος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
háj, porast, haj, Grove
Στατιστικά δημοτικότητας: άλσος
Τυχαίες λέξεις