Aanhouden στα ελληνικά
Μετάφραση: aanhouden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχωρώ, καθυστέρηση, υπομένω, αναβάλλω, κρατώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, συλλαμβάνω, προβαίνω, αντέχω, επιμένουν, εξακολουθούν να υπάρχουν, εξακολουθούν να υφίστανται, εμμένουν, εξακολουθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanhef στα ελληνικά - πρώτος, αρχή, αρχίζω, ξεκίνημα, έναρξη, ξεκινώ, χαιρετισμός, ...
- aanhoren στα ελληνικά - ακούω, αφουγκράζομαι, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
- aanhoudend στα ελληνικά - μόνιμος, διαρκείας, αδιάπτωτος, συνεχής, επίμονα, σταθερά, διαρκώς, ...
- aanhouding στα ελληνικά - συλλαμβάνω, κολάρο, αρπάζω, κηδεμονία, τσιμπώ, κράτηση, αμπάρι, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanhouden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχωρώ, καθυστέρηση, υπομένω, αναβάλλω, κρατώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, συλλαμβάνω, προβαίνω, αντέχω, επιμένουν, εξακολουθούν να υπάρχουν, εξακολουθούν να υφίστανται, εμμένουν, εξακολουθούν
Μεταφράσεις: προχωρώ, καθυστέρηση, υπομένω, αναβάλλω, κρατώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, συλλαμβάνω, προβαίνω, αντέχω, επιμένουν, εξακολουθούν να υπάρχουν, εξακολουθούν να υφίστανται, εμμένουν, εξακολουθούν