Καθυστέρηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitstellen, verschuiven, vertraging, verlating, oponthoud, verlet, uitstel, verdaging, vertragen, opschorting, aanhouden, verdagen, delay, vertragingstijd
Καθυστέρηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση

καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθυστέρηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθοριστικός στα ολλανδικά - beslissend, finaal, cruciaal, determinant, bepalend, bepalende, bepalende factor, ...
  • καθρέφτης στα ολλανδικά - afspiegelen, spiegel, Mirror, de Spiegel, spiegelbeeld, spiegel van
  • καθυστερημένος στα ολλανδικά - laat, achterover, vergevorderd, achterlijk, vertraagde, vertraagd, achtergebleven, ...
  • καθυστερούμενα στα ολλανδικά - achterstand, achterstallige, achterstallige betalingen, achterstanden, betalingsachterstanden
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitstellen, verschuiven, vertraging, verlating, oponthoud, verlet, uitstel, verdaging, vertragen, opschorting, aanhouden, verdagen, delay, vertragingstijd