Λέξη: θηλάζω
Συνώνυμα: θηλάζω
απομυζώ, βυζαίνω, εκμυζώ, ρουφώ, τρέφω, φροντίζω, περιποιούμαι, νοσηλεύω, γαλουχώ
Μεταφράσεις: θηλάζω
θηλάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suck, suckle, nurse, breastfeeding, breastfeed
θηλάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chupar, chupada, lactar, mamar, sorber, criar, amamantar, succionar, amamantar a
θηλάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stillen, säugen, saugen, sog, zu saugen, zu säugen, suckle
θηλάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sucer, allaitent, aspiration, allaitons, téter, aspirer, poire, sucement, allaitez, allaiter, allaitement
θηλάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risucchiare, aspirare, succhiare, allattare, poppare, suggere, suzione, allatta
θηλάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quão, sugue, mamar, amamentar, sugar, como, chupar, suckle
θηλάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuigen, lurken, zogen, opzuigen, zoog, te zogen, gezoogd
θηλάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отсасывать, воспитывать, всасывание, высасывать, обсасывать, вскармливать, кормить, засасывание, сосание, сосать, посасывать, кормить грудью, сосать грудь, получаса
θηλάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
patte, suge, die, gi bryst, amme, dier
θηλάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dia, amma, suga, sug, diar
θηλάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imeminen, imettää, imeskellä, imeä, imu, suckle, imettämistä, imettämään
θηλάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
suge, sug, die, dier, sutte, amme, at die
θηλάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cucat, nasávat, sát, vysát, vycucat, kojit, pít, kojí, sají
θηλάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cmokać, ssać, karmić, wciągać, smoktać, podlizywać, ssanie, karmić piersią, wykarmić, suckle, karmia
θηλάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szopás, pia, szopik, szopni, szoptatja, szoptatják, szoptat
θηλάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emmek, emzirmek, emzirirler, emmeye, emziren, emzirme
θηλάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вигодовувати, ссання, виховувати, ссати, смоктати, годувати грудьми
θηλάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thith, jap gji, mëndte, të mëndte, thithur, thithë
θηλάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кърмя, сучат, суче, кърмят, кърми
θηλάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
груша, карміць
θηλάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
imenduma, imema, imama, imetama, imetab, imeda, Imetada
θηλάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sisati, usisavati, dojiti, suckle, doji, doje
θηλάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
suckle
θηλάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žįsti, čiulpti, žindyti, žindomi, puoselėti, Šerti krūtimi
θηλάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zīst, zīdīt, sūkt, zīda, zīdītu
θηλάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цицаат, дои
θηλάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suge, sugă, suga, alăpta, alapta
θηλάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sát, sesajo, dojijo, sesati, dojiti
θηλάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kojiť, dojčiť, dojčenie, dojciť