Aanklampen στα ελληνικά

Μετάφραση: aanklampen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβιβάζομαι, σανίδα, πλευρίζω, accost, πλησίαζα, πλησιάζω και αποτείνομαι
Aanklampen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanklacht στα ελληνικά - κατηγορία, παράπονο, φροντίδα, πάθηση, κατηγορητήριο, κατηγορητηρίου, απαγγελία κατηγορίας, ...
  • aanklagen στα ελληνικά - κατηγορώ, να μηνύσει, να ασκήσει αγωγή, να εναγάγει, να κάνει μήνυση, να ασκήσει αγωγή κατά
  • aankleden στα ελληνικά - ντύνομαι, διανθίσετε, φόρεμα μέχρι, ντύνονται, φόρεμα μέχρι το
  • aanklevend στα ελληνικά - κόλλα, οπαδός, προσκολλημένα, προσκολλητικά, προσκολλημένη, προσφυόμενων
Τυχαίες λέξεις
Aanklampen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβιβάζομαι, σανίδα, πλευρίζω, accost, πλησίαζα, πλησιάζω και αποτείνομαι