Aanmoediging στα ελληνικά
Μετάφραση: aanmoediging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενθάρρυνση, ενθάρρυνσης, την ενθάρρυνση, προώθηση, ενθαρρύνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanmerkelijk στα ελληνικά - αρκετός, αξιόλογος, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
- aanmerking στα ελληνικά - σχολιάζω, κριτική, παρατήρηση, επίκριση, παρατηρώ, παρατηρητικότητα, παρακολούθηση, ...
- aannaaien στα ελληνικά - ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει
- aannemelijk στα ελληνικά - αποδεκτός, δεκτός, εύλογος, εύλογη, εύλογο, εύλογες, ευλογοφανείς
Τυχαίες λέξεις
Aanmoediging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενθάρρυνση, ενθάρρυνσης, την ενθάρρυνση, προώθηση, ενθαρρύνει
Μεταφράσεις: ενθάρρυνση, ενθάρρυνσης, την ενθάρρυνση, προώθηση, ενθαρρύνει