Aanpakken στα ελληνικά

Μετάφραση: aanpakken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχωρώ, προβαίνω, πρόοδος, προκαταβάλλω, αντιμετωπίζω, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση της, αντιμετωπίσουμε, αντιμετωπίσει
Aanpakken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aannemer στα ελληνικά - κτίστης, χτίστης, οικοδόμος, εργολάβος, ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, ...
  • aanneming στα ελληνικά - αποδοχή, υιοθεσία, υιοθέτηση, έγκριση, έκδοση, θέσπιση
  • aanpassen στα ελληνικά - περίοδο, αναζητώ, ψάχνω, έκθεση, δοκιμάζω, ρυθμίζω, στεγάζω, ...
  • aanpassing στα ελληνικά - προσαρμογή, ρύθμιση, πρόσφορος, κατάλυμα, στέγαση, διασκευή, προσαρμογής, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanpakken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχωρώ, προβαίνω, πρόοδος, προκαταβάλλω, αντιμετωπίζω, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση της, αντιμετωπίσουμε, αντιμετωπίσει