Λέξη: χώρα

Σχετικές λέξεις: χώρα

χώρα των λωτοφάγων, χώρα από ξ, χώρα μεσσηνίας, χώρα μήλου, χώρα άνδρου, χώρα μυκόνου, χώρα των ίνκας είναι, χώρα προέλευσης του citroen c3 diesel, χώρα προέλευσης citroen c3 diesel, χώρα προέλευσης, βουβωνική χώρα

Συνώνυμα: χώρα

γη, ξήρα, κλίμα, βασίλειο, έκταση, φυλλάδιο, πραγματεία, ηθικοθρησκευτικό φυλλάδιο, περιοχή, πολίτευμα, πατρίδα, πατρίς, ύπαιθρος, εξοχή, έδαφος, επικράτεια, διαμέρισμα

Μεταφράσεις: χώρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
country, land, place, the country, country of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
campo, pueblo, país, nación, países, país de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gegend, land, nation, fläche, areal, gebiet, staat, bereich, zone, rustikal, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
zone, superficie, rustique, région, bord, campagne, aire, sol, terre, peuple, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
paese, campagna, campo, area, paesi, nazione, di campagna
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
povo, nação, país, área, campo, gente, terra, países, país de, do país
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verspreidingsgebied, oppervlakte, land, natie, platteland, volk, gebied, areaal, landen, land van, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
территория, население, сфера, ландшафт, сельский, периферия, загородный, область, усадьба, крестьянский, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
land, landet, landets, country
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
land, landet, landets
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alue, tienoo, ala, maaseutu, valtio, maa, kansakunta, seutu, maan, maassa, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
land, landet, lande, landets
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
venkov, kraj, vlast, země, půda, zemi, zemí, stát
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
państwo, wieś, ojczyzna, kraj, wiejski, prowincja, zamiejski, kraju, krajem, państwa
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ország, országban, országok, országot, országbeli
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kır, ulus, millet, alan, ülke, ülkenin, bir ülke, ülkesi, ülkeye
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
провінція, область, периферія, караван-сарай, батьківщина, країна, Сторони, кампусі Країна, на кампусі Країна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vend, vendi, vendi i, vendit, vend i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
родина, нация, страна, държава, страната, държавата, държави
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
край, вёска, краіна, страна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riik, maa, kantri, riigi, riigis, riikide, riiki
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
domovina, okolina, zemlje, zemlja, zemlju, država, zemlji
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveit, land, hérað, landið, landi, landinu, Country
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ora, solum, tellus, terra, humus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valstybė, kraštas, šalis, šalies, Country, šalį, šalyje
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
valsts, zeme, valsti, valstī, valstij
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
земјата, земја, државата, држава, земјава
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
naţiune, ar, domeniu, ţară, țară, tara, țara, țări, țării
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kraj, stát, dežela, država, državo, države
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kraj, krajina, krajiny, zeme, krajín, krajine

Στατιστικά δημοτικότητας: χώρα

Τυχαίες λέξεις