Aanstrijken στα ελληνικά

Μετάφραση: aanstrijken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λευκοπλάστης, τρίβω, γύψος, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
Aanstrijken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanstoot στα ελληνικά - αδίκημα, αδικήματος, παράβαση, παράβασης, αξιόποινη πράξη
  • aanstoten στα ελληνικά - σκουντί, Nudge, σκούντημα, σκουντώ, τα Nudge
  • aantal στα ελληνικά - αριθμός, ποσό, ανέρχομαι, ποσόν, αριθμό, αριθμός των, αριθμό των, ...
  • aantasten στα ελληνικά - βιαιοπραγία, επιδρομή, επιτίθεμαι, επίθεση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanstrijken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λευκοπλάστης, τρίβω, γύψος, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το