Λευκοπλάστης στα ολλανδικά

Μετάφραση: λευκοπλάστης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kalken, pleister, gips, aanstrijken, plakband, kleefband, tape, klevende tape
Λευκοπλάστης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λευκοπλάστης

λευκοπλάστης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λευκοπλάστης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λερώνω στα ολλανδικά - ontwijden, ontheiligen, smet, schande, profaneren, besmeren, besmear
  • λευκαντικό στα ολλανδικά - bleekmiddel, bleekwater, bleken, bleek, bleekmiddelen
  • λευκό στα ολλανδικά - blanco, wit, leeg, leegte, oningevuld, ledig, blank, ...
  • λευκός στα ολλανδικά - ledig, blank, wit, oningevuld, leeg, blanco, leegte, ...
Τυχαίες λέξεις
Λευκοπλάστης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kalken, pleister, gips, aanstrijken, plakband, kleefband, tape, klevende tape