Aanvaardbaar στα ελληνικά
Μετάφραση: aanvaardbaar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδεκτός, δεκτός, αποδεκτό, αποδεκτή, αποδεκτά, αποδεκτές, αποδεκτού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aantrekkelijkheid στα ελληνικά - διάστημα, έλξη, μαγεύω, ορθογραφώ, γοητεύω, συλλαβίζω, θέαμα, ...
- aantrekken στα ελληνικά - προσελκύω, τραβώ, επισύρω, έλκω, σφίγγω, για την προσέλκυση, να προσελκύσουν, ...
- aanvaarden στα ελληνικά - έχω, έχε, αποδέχομαι, δέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί
- aanvaarding στα ελληνικά - παραλαβή, υποδοχή, λήψη, υιοθεσία, αποδοχή, ρεσεψιόν, απόδειξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanvaardbaar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδεκτός, δεκτός, αποδεκτό, αποδεκτή, αποδεκτά, αποδεκτές, αποδεκτού
Μεταφράσεις: αποδεκτός, δεκτός, αποδεκτό, αποδεκτή, αποδεκτά, αποδεκτές, αποδεκτού