Aanval στα ελληνικά

Μετάφραση: aanval, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχή, επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, επιθετικότητα, επίθεση, επιδρομή, προσπέλαση, πρόσβαση, εχθρότητα, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Aanval στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanvaarden στα ελληνικά - έχω, έχε, αποδέχομαι, δέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί
  • aanvaarding στα ελληνικά - παραλαβή, υποδοχή, λήψη, υιοθεσία, αποδοχή, ρεσεψιόν, απόδειξη, ...
  • aanvallen στα ελληνικά - βιαιοπραγία, επίθεση, επιτίθεμαι, επιδρομή, επιθέσεις, επιθέσεων, τις επιθέσεις, ...
  • aanvallend στα ελληνικά - επίθεση, συνέπεια, προσβλητικός, επιθετικός, προσβλητικό, επιθετική, προσβλητική
Τυχαίες λέξεις
Aanval στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχή, επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, επιθετικότητα, επίθεση, επιδρομή, προσπέλαση, πρόσβαση, εχθρότητα, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής