Aanwakkeren στα ελληνικά
Μετάφραση: aanwakkeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παροτρύνω, παρόρμηση, βεντάλια, οπαδός, ξεκινώ, ανεμιστήρας, ενθαρρύνω, ανανεώνω, φρεσκάρω, παρακινώ, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanvullend στα ελληνικά - πρόσθετος, επιπρόσθετος, συμπληρωματικός, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, ...
- aanvuren στα ελληνικά - βεντάλια, ξεκινώ, παροτρύνω, οπαδός, διεγείρω, παρόρμηση, ενθαρρύνω, ...
- aanwassen στα ελληνικά - αυξάνομαι, μεγαλώνω, προσθήκες, συμφύσεις, συμφύσεων, συσσωματώσεις, επισωρεύσεων
- aanwenden στα ελληνικά - πρακτική, εφαρμόζω, άσκηση, κάνω, βάζω, χρησιμοποιώ, χρήση, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanwakkeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παροτρύνω, παρόρμηση, βεντάλια, οπαδός, ξεκινώ, ανεμιστήρας, ενθαρρύνω, ανανεώνω, φρεσκάρω, παρακινώ, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
Μεταφράσεις: παροτρύνω, παρόρμηση, βεντάλια, οπαδός, ξεκινώ, ανεμιστήρας, ενθαρρύνω, ανανεώνω, φρεσκάρω, παρακινώ, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα