Λέξη: μονοπώλιο

Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο

μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο αρτα, μονοπώλιο σπίρτων, μονοπώλιο της βίας, μονοπώλιο των εκατομμυριούχων, μονοπώλιο αηκ

Συνώνυμα: μονοπώλιο

μονοπόλιο

Μεταφράσεις: μονοπώλιο

μονοπώλιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
monopoly, a monopoly, monopoly of, monopoly on, monopoly in

μονοπώλιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
monopolio, el monopolio, monopolio de, de monopolio, monopolista

μονοπώλιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
monopol, alleinverkaufsrecht, monopolstellung, alleinverkauf, Monopol, Monopolstellung, Monopols

μονοπώλιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
monopole, le monopole, monopole de, monopolistique, de monopole

μονοπώλιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esclusiva, monopolio, di monopolio, il monopolio, monopolio di, monopolistico

μονοπώλιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
monopolizar, monopólio, de monopólio, monopolista, o monopólio, monopólio de

μονοπώλιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alleenhandel, monopolie, monopoliepositie, het monopolie, monopolie van, monopolistische

μονοπώλιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
монополия, монополии, монополией, монополию, монополистический

μονοπώλιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
monopol, enerett, monopolet

μονοπώλιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopolet

μονοπώλιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksinoikeus, monopoli, monopolin, monopoliasema, monopolia, monopoliasemassa

μονοπώλιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopolet, monopolstilling, eneret

μονοπώλιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopolní, monopolu, monopolem, monopolním

μονοπώλιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopolista, monopolu, monopolem, monopolisty

μονοπώλιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
monopólium, egyedáruság, monopóliumot, monopóliuma, monopóliumát, monopolhelyzetben

μονοπώλιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tekel, tekelci, tekeli, monopol, tekelinin

μονοπώλιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
монополія, монополію

μονοπώλιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
monopoli, monopol, monopolin, monopolit, monopoli i

μονοπώλιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
монопол, монопола, монополно, монополна

μονοπώλιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
манаполія

μονοπώλιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopoli, monopoolse, monopoolne, monopoolses

μονοπώλιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopola, monopolu, monopolom, monopolistički

μονοπώλιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einokun, einkasala, einkaréttur, einkarétt, að einkaréttur, einokunaraðstöðu

μονοπώλιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
monopolis, monopolija, monopolį, monopolijos, monopolio

μονοπώλιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
monopols, monopola, monopolu, monopoltiesības

μονοπώλιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
монопол, монополот, монополска, монополската, монополот на

μονοπώλιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopolul, de monopol, monopolului, monopol de

μονοπώλιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopoly, monopola, monopolni

μονοπώλιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopolu, monopolné postavenie, monopoly, monopolom
Τυχαίες λέξεις