Aanwinst στα ελληνικά
Μετάφραση: aanwinst, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκτημα, κεφάλαιο, ενεργητικό, απολαβή, προσχώρηση, ένταξη, απόκτηση, άνοδος, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanwijzen στα ελληνικά - επισημαίνω, αιχμή, προτείνω, γνέφω, νεύω, στίγμα, σήμα, ...
- aanwijzing στα ελληνικά - κατεύθυνση, ένδειξη, ονομασία, ονομασίας, χαρακτηρισμό, ορισμό, χαρακτηρισμού
- aanzetschakelaar στα ελληνικά - αφέτης, ορεκτικό, διακόπτης εκκίνησης, διακόπτης μίζας, διακόπτης μίζας είναι
- aanzetten στα ελληνικά - οπαδός, βεντάλια, ενεργοποιώ, ανεμιστήρας, ακονίζω, τρίχωμα, ράβω, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanwinst στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκτημα, κεφάλαιο, ενεργητικό, απολαβή, προσχώρηση, ένταξη, απόκτηση, άνοδος, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
Μεταφράσεις: απόκτημα, κεφάλαιο, ενεργητικό, απολαβή, προσχώρηση, ένταξη, απόκτηση, άνοδος, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς