Άνοδος στα ολλανδικά

Μετάφραση: άνοδος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prooi, vermeerdering, aanwinst, buit, anode, de anode, anode-
Άνοδος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνοδος

άνοδος χρυσής αυγής, άνοδος πκσ, άνοδος εθνική τράπεζα, άνοδος της αυτοκρατορίας, άνοδος αλεξίου, άνοδος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άνοδος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άνθρωπος στα ολλανδικά - volk, resideren, kerel, individu, menselijk, vent, mensdom, ...
  • άνισος στα ολλανδικά - ongelijk, ongelijke, een ongelijke, de ongelijke, ongelijkheid
  • άνοιγμα στα ολλανδικά - opening, openen, openstelling, de opening, het openen
  • άνοιξη στα ολλανδικά - ontspringen, lente, kwel, voorjaar, springveer, bron, opwellen, ...
Τυχαίες λέξεις
Άνοδος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: prooi, vermeerdering, aanwinst, buit, anode, de anode, anode-