Absurd στα ελληνικά
Μετάφραση: absurd, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράλογος, περίγελος, γελοίος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα
Μεταφράσεις
- abstractie στα ελληνικά - θεωρητικός, αφαίρεση, άντληση, αφαίρεσης, άντλησης, αντλήσεις
- abstraheren στα ελληνικά - περισυλλέγω, συγκεντρώνομαι, συμπεραίνω, μαζεύομαι, συνάγω, μαζεύω, περίληψη, ...
- absurditeit στα ελληνικά - ανοησίες, γελοιότητα, βλακείες, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, ...
- abt στα ελληνικά - ηγούμενος, ηγούμενο, ηγουμένου, ηγούμενου, abbot
Τυχαίες λέξεις
Absurd στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράλογος, περίγελος, γελοίος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα
Μεταφράσεις: παράλογος, περίγελος, γελοίος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα