Afdingen στα ελληνικά

Μετάφραση: afdingen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παζαρεύω, παζαρεύουν, μικρολογία, παζαρεύει, παζαρεύσει
Afdingen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afdekking στα ελληνικά - κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
  • afdeling στα ελληνικά - τομή, κλαδί, υποκατάστημα, αποκόλληση, ρώμη, μέρος, κλάδος, ...
  • afdoen στα ελληνικά - επισπεύδω, κανονίζω, εγκαθίσταμαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, ...
  • afdoend στα ελληνικά - αποτελεσματικός, πειστικός, αδιαμφισβήτητος, τελειωτικά, οριστικά, πειστικό, συμπερασματικά, ...
Τυχαίες λέξεις
Afdingen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παζαρεύω, παζαρεύουν, μικρολογία, παζαρεύει, παζαρεύσει