Afkorten στα ελληνικά
Μετάφραση: afkorten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κονταίνω, συντομεύω, μικραίνω, συγκόπτω, βραχύνω, συντέμνω, συντομεύσει
Μεταφράσεις
- afkopen στα ελληνικά - λύτρα, εξαγοράζω, εξαγορά, ανταλάσσω, μετακίνηση, μετατρέψει, ανταλάσσει, ...
- afkoppelen στα ελληνικά - διαζευγνύω, λύνω, αποσυζευχθεί, αποζεύξει, αποσύζευξη
- afkorting στα ελληνικά - σύνοψη, σύντμηση, συντομογραφία, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
- afkrabben στα ελληνικά - ξύνω, ξύστε, ξύσιμο, ξύνουν, scrape
Τυχαίες λέξεις
Afkorten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κονταίνω, συντομεύω, μικραίνω, συγκόπτω, βραχύνω, συντέμνω, συντομεύσει
Μεταφράσεις: κονταίνω, συντομεύω, μικραίνω, συγκόπτω, βραχύνω, συντέμνω, συντομεύσει