Aflopen στα ελληνικά

Μετάφραση: aflopen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέλος, λήγω, τελειώνω, λήξει, λήγει, λήγουν, λήξουν, λήξη
Aflopen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aflezen στα ελληνικά - εποπτεύω, επιβλέπω, διαβάζω, ελέγχω, επαληθεύω, ανάγνωση, διαβάσετε, ...
  • afloop στα ελληνικά - τέλος, λήξη, συνέπεια, έκβαση, τεύχος, συμπέρασμα, άθλημα, ...
  • aflopend στα ελληνικά - επικλινής, κεκλιμένο, κεκλιμένη, επικλινή, επικλινές
  • aflosbaar στα ελληνικά - εξαγοράσιμος, υπό, εξαγοράσιμες, εξαγοράσιμων, εξαγοράσιμα
Τυχαίες λέξεις
Aflopen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέλος, λήγω, τελειώνω, λήξει, λήγει, λήγουν, λήξουν, λήξη