Λέξη: αλάνθαστος

Σχετικές λέξεις: αλάνθαστος

ουδείς αλάνθαστος, αλάνθαστοσ συνώνυμα

Συνώνυμα: αλάνθαστος

αναμάρτητος, ασφαλώς πατών, καλοπάτητος, ολοφάνερος, πρόδηλος

Μεταφράσεις: αλάνθαστος

αλάνθαστος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unerring, infallible, surefooted, unmistakable, surefire

αλάνθαστος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infalible, infalibles

αλάνθαστος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zielsicher, treffsicher, unfehlbar, unfehlbare, unfehlbaren, unfehlbares, unfehlbarer

αλάνθαστος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
certain, infaillible, sûr, infaillibles, infaillibilité

αλάνθαστος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
infallibile, infallibili

αλάνθαστος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
infalível, infalíveis

αλάνθαστος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onfeilbaar, onfeilbare, onfeilbaar is, feilloos, feilloze

αλάνθαστος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
верный, надежный, непогрешимый, безошибочный, непогрешимым, непогрешим, непогрешимыми, непогрешимы

αλάνθαστος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sikker, ufeilbarlig, ufeilbarlige, feilfri, ufeilbare, ufeilbar

αλάνθαστος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ofelbar, ofelbara, ofelbart, är ofelbar, osviklig

αλάνθαστος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erehtymätön, erehtymättömiä, pettämätön, erehtymättömänä, erehtymättömän

αλάνθαστος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ufejlbarlig, ufejlbarlige, ufejlbarligt, ufejlbar

αλάνθαστος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neklamný, jistý, bezpečný, neomylný, spolehlivý, neomylné, neomylná, neomylní, neomylným

αλάνθαστος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niezawodny, precyzyjny, nieomylny, niechybny, nieomylne, nieomylnym, nieomylni

αλάνθαστος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tévedhetetlen, csalatkozhatatlan, csalhatatlan, tévedhetetlenek, tévedhetetlennek

αλάνθαστος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yanılmaz, şaşmaz, hatasız, şaşmaz bir, yanılmaz bir

αλάνθαστος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заплутаний, нерозв'язний, безвихідний, безпомилковий, складний, непогрішний, непогрішимий

αλάνθαστος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pagabueshëm, pagabueshëm, pagabueshme, e pagabueshme, të pagabueshëm

αλάνθαστος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непогрешим, безпогрешен, непогрешимо, непогрешими, непогрешимото

αλάνθαστος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бясхібны, бясхібным, бездакорны, бязгрэшны

αλάνθαστος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlematu, eksimatu, eksimatud, ainuõige, eksimatut, eksimatuks

αλάνθαστος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
siguran, nepogrešiv, točan, nepogrešiva, nepogrešivi, nezabludiv, nezabludivo

αλάνθαστος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
infallible, óskeikular, óskeikulir, óskeikulur

αλάνθαστος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neklystantis, patikimas, neklystantys, neklaidingas, neklaidingi

αλάνθαστος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nemaldīgs, nekļūdīgs, nekļūdīgi, nekļūdīgas, nekļūdās

αλάνθαστος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непогрешлив, сигурен, непогрешливи, непогрешлива, непогрешливиот

αλάνθαστος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
infailibil, infailibilă, infailibile, infailibila, infailibili

αλάνθαστος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nezmotljivi, nezmotljiv, nezmotljiva, Neizostavan, nezmotljive

αλάνθαστος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neomylný, neomylny, neomylným, bezvýhradný a neomylný
Τυχαίες λέξεις