Afwezigheid στα ελληνικά

Μετάφραση: afwezigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλλειψη, απουσία, υστέρημα, θέλω, ελάττωμα, αποστατώ, ανάγκη, ελλείψει, απουσίας, χωρίς
Afwezigheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afwezig στα ελληνικά - απών, απουσιάζει, απούσα, απουσιάζουν, απουσίας
  • afwezige στα ελληνικά - απών, απόντων, απόντες, απούσα, απόντα
  • afwijken στα ελληνικά - εκτρέπω, παρεκκλίνω, αποκλίνουν, αποκλίνει, παρεκκλίνουν, παρεκκλίνει, να αποκλίνει
  • afwijkend στα ελληνικά - ανώμαλος, παρεκκλίνουσα, παρεκκλίνουσα του κανονικού, παρεκκλίνοντα, έκτροπη
Τυχαίες λέξεις
Afwezigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλλειψη, απουσία, υστέρημα, θέλω, ελάττωμα, αποστατώ, ανάγκη, ελλείψει, απουσίας, χωρίς